ναυτιλοφθόρος

ναυτιλοφθόρος
ναυτῐλοφθόρος, ον,
A bane of sailors, Lyc.650.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ναυτιλοφθόρος — ναυτιλοφθόρος, ον (Α) αυτός που φθείρει τους ναυτιλομμένους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναυτίλος + φθόρος (< φθείρω), πρβλ. ανδρο φθόρος] …   Dictionary of Greek

  • ναυτιλοφθόρου — ναυτιλοφθόρος bane of sailors masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυτιλοφθόρους — ναυτιλοφθόρος bane of sailors masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”